- ενετήρας
- ο (Α ἐνετήρ) [ενίημι]νεοελλ.δοχείο λαδιού με μακρύ ράμφος για λίπανση μηχανής, λαδωτήριαρχ.1. ο σωλήνας τού κλυστηριού*, κλυστήρας*2. βλητική πολιορκητική μηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνετῆρας — ἐνετήρ clyster syringe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)